κιναιδία

κιναιδία
κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος]
1. κιναιδεία*
2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιναιδία — κιναιδίᾱ , κιναιδία fem nom/voc/acc dual κιναιδίᾱ , κιναιδία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc nom/voc/acc dual κιναιδίας masc voc sg κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc voc sg (attic) κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίᾳ — κιναιδίαι , κιναιδία fem nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδία fem dat sg (attic doric aeolic) κιναιδίαι , κιναιδίας masc nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίας — κιναιδίᾱς , κιναιδία fem acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδία fem gen sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίαν — κιναιδίᾱν , κιναιδία fem acc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱν , κιναιδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κιναιδίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”